- ἀνθολόγοι
- ἀνθολόγοςflower-gatheringmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθολόγος — ο 1. αυτός που μαζεύει λουλούδια. 2. αυτός που καταρτίζει ανθολογία: Υπάρχουν και σήμερα ακόμη ανθολόγοι. 3. αυτός που διαλέγει το καλύτερο μέρος από ένα σύνολο: Ήταν ένας από τους καλύτερους ανθολόγους της νεότερης ελληνικής ποίησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)